- δυσκοινώνητος
- δυσκοινώνητοςunsocialmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσκοινώνητος — η, ο (Α δυσκοινώνητος, ον) δύσκολος στις κοινωνικές του σχέσεις … Dictionary of Greek
δυσκοινώνητον — δυσκοινώνητος unsocial masc/fem acc sg δυσκοινώνητος unsocial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)